Αυτό το άρθρο το γράφει η Αλεξάνδρα και η Νατάσα
Spoiler : Έχει happy ending
Έκτος από τα ταξίδια αναψυχής, υπάρχουν και μερικά άλλα, τα επεισοδιακά. Για ένα τέτοιο επεισοδιακό ταξίδι θέλουμε να μιλήσουμε. Ένα ταξίδι στο Παρίσι.
Ανοίγουμε λοιπόν τα χαρτιά μας, έναν χρόνο μετά. Καθόμαστε στον λουλουδάτο καναπέ του Γιασεμιού στην Πλάκα και είμαστε έτοιμες να μιλήσουμε για τα ανείπωτα (drama queens). Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι σαν “παιχνίδι” ώστε να διηγηθούμε την ιστορία με δύο αφηγητές. Η κάθε μία από εμάς πιάνει το λάπτοπ και γράφει χωρίς να το βλέπει η άλλη, ύστερα η δεύτερη συνεχίζει κ.ο.κ.
Το διαβάζεις με δική σου ευθύνη. Καλή τύχη.
Αλεξάνδρα : Η πτήση μας ήταν πολύ νωρίς το πρωί, οπότε η Νατάσα είχε έρθει σπίτι μας να κοιμηθεί για να μας πάει ο Σπύρος. Η Νατάσα είναι αλλεργική στις γάτες. Κι εμείς έχουμε τέσσερις. Το βράδυ κοιμήθηκε σε ένα φρεσκοβαμμένο και πεντακάθαρο από τρίχες δωμάτιο, το οποίο η ίδια κλείδωσε από μέσα ώστε να αποφύγει τις βραδινές αγκαλίτσες με κάποια από τις γάτες. Εγώ κι ο Σπύρος ξυπνήσαμε στις 04:30 το πρωί, φάγαμε και περιμέναμε να ξυπνήσει η Νατάσα αλλά τίποτα. Πήγα έξω από την πόρτα της και της έλεγα απαλά ότι πρέπει να σηκωθεί αλλά τίποτα. Άρχισα να χτυπάω ελαφρώς την πόρτα της, τίποτα. Ξεκίνησα να φωνάζω δυνατά, προσπάθησα να μπω από τη μπαλκονόπορτα αλλά ήταν κλειδωμένη, χτυπούσαμε με τον Σπύρο την πόρτα με όλη μας τη δύναμη. Τίποτα. Το θέμα δεν ήταν μόνο ότι είχαμε καθυστερήσει αρκετά για το αεροδρόμιο. Ήμουν σίγουρη ότι έχει πεθάνει από αλλεργία. Το λέω αλήθεια.
Νατάσα : Είμαι κουφή από το αριστερό αυτί, δεν το έκρυψα ποτέ. Αν κοιμηθώ από την αριστερή πλευρά λοιπόν, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να ακούσω. Άκουσα κάτι σαν ελαφρύ μουρμουρητό και άνοιξα χαλαρή την πόρτα αντικρίζοντας την Άλεξ και τον Σπύρο έντρομους. ΟΚ ρε παιδιά, COOL, τους λέω. Είχα χάσει κάποια επεισόδια.
Α : Πάμε αεροδρόμιο. Όλα καλά. Είμαστε έτοιμες για το ταξίδι που τόσο περιμέναμε. Η επίσκεψη μας στο Παρίσι προγραμματίστηκε ώστε να φωτογραφίσουμε τη φθινοπωρινή κολεξιόν της εταιρίας με την οποία συνεργαζόμασταν εκείνη την περίοδο. Γεμάτες ενθουσιασμό και δύο τεράστιες βαλίτσες γεμάτες ρούχα και εξοπλισμό, ξεκινάμε το ταξίδι μας.
Ν : Μπαίνουμε λοιπόν στο αεροπλάνο και νιώθω ήδη από την απογείωση κάποια πίεση στα αυτιά που όσο πάει και με δυσκολεύει. Η γλυκούλα Γαλλίδα αεροσυνοδός ήταν φοβερά αδιάφορη. Πόνος οξύς και νοσοκομείο κατά την προσγείωση: Βαρότραυμα φυσικά. Σιγά μην γλίτωνα.
Α : Φτάσαμε στο υπέρλαμπρο κι αγαπημένο Παρίσι. Νιώθαμε ανατριχίλα από την ομορφιά. Ήταν η δεύτερη φορά που επισκεπτόμουν την πόλη του Φωτός (ναι, το είπα) και ένιωθα την ίδια συγκίνηση που περιγράφεται με τα εξής δύο γράμματα : Αχ. Είχαμε την τύχη να μας φιλοξενήσει ο καλός μας φίλος ο Αντώνης – αυτός δεν είχε καμία τύχη όμως. Δεν πέρασε και λίγα με δύο τρελές πεταλούδες να πετάνε άναρχα στο δωμάτιό του και όλα αυτά που ακολούθησαν (coming soon)
Ν : Θα πω για το μπάνιο τώρα. Παιδιά, στο Παρίσι οι άνθρωποι μένουν σε κουκλόσπιτα. Όμορφα, αλλά αν ο καναπές γίνει κρεββάτι, τελειώσαμε. Ούτε τετραγωνικό χιλιοστό για περπάτημα. Το μπάνιο λοιπόν: Λεκάνη, ντουζιέρα ακριβώς από πάνω, τα σαπουνάκια πάνω από το καζανάκι, οι οδοντόβουρτσες δίπλα στο χαρτί υγείας … δεν το λες και άνεση. Και ο γλυκός μου ο Αντώνης να θέλει να φανεί χαλαρός. Καλέ μας Αντώνη.
Α : Οι μέρες μας στο Παρίσι ήταν πραγματικά υπέροχες. Το τοπίο ήταν μαγικό, τα φύλλα στα δέντρα είχαν ένα υπέροχο πορτοκαλοκίτρινο χρώμα που ποτέ μας δεν είχαμε ξαναδεί σε τόσο μεγάλες εκτάσεις. Απολαμβάναμε τις βόλτες μας στα πάρκα και τους κομψούς δρόμους του Μαρέ και της Μονμάρτρης. Γεμίζαμε την ψυχή μας (και την κάμερα) με υπέροχες εικόνες. Τα μέρη που επισκεπτόμασταν ήταν φανταστικά και η φωτογράφιση πήγαινε τέλεια. Όταν η Νατάσα αποφάσιζε να ξυπνήσει δηλαδή. Γιατί εδώ μιλάμε για δύο εντελώς αντίθετους ανθρώπους. Η Νατάσα είναι κουκουβάγια, κι εγώ…κότα; Ξύπναγα νωρίς το πρωί γεμάτη ενθουσιασμό και όρεξη για βόλτες και περίμενα…περίμενα…περίμενα…Μα, θεωρώ κάπως αυτονόητο ότι όταν πάμε σε μία ξένη χώρα, ξυπνάμε νωρίς για να την απολαύσουμε!
Ν : Κι εγώ θεωρώ αυτονόητο πως όταν πηγαίνουμε ένα ταξίδι δεν υποφέρουμε από ασιτία. Η Αλεξάνδρα μας, τρώει αβοκάντο, τρώει φρυγανιές και κάπου εκεί τελειώνει η λίστα. Πείνα σοβαρή με ευχάριστα διαλείμματα για εκλέρ. Παρακαλούσα για λίγη τροφή και εκείνη όλο υποσχόταν ένα μέρος λίγο πιο πέρα και λίγο πιο πέρα…
Και οι ώρες περνούσαν. Μη σου τύχει.
Α : Ναι, και τι κατάλαβες που έφαγα εκείνα τα κάστανα στη Μονμάρτρη και έπαθα δηλητηρίαση;;
Ν : Θα μπω στο ψητό. Και βαρότραυμα πάθαμε και δηλητηρίαση και η μερική ρήξη του μηνίσκου μου έγινε ολική από το πολύ περπάτημα. Αχ και ναι…Πήγαμε και σε μια Ρεμπέτικη Βραδιά, αφιερωμένη στον Τσιτσάνη, που όμοια της δεν υπήρξε ποτέ. Τα παιδιά καταπληκτικά, αλλά το κοινό, πώς να το πω; ΓΑΛΛΟΙ. Ήμαστε πεπεισμένες ότι βρισκόμασταν σε μουσείο ελληνικής μουσικής : παλαμάκια χωρίς τέμπο, συγκαταβατικά νεύματα σε μια συνθήκη που θύμιζε σεμινάριο ή διάλεξη. Αυτά από αναποδιές. Θυμάσαι κάτι άλλο που μου διαφεύγει;
Α : Όχι κάτι συγκεκριμένο. Εκτός του ότι την ημέρα που ζούσαμε την απόλυτη ευτυχία και ξεγνοιασιά του ταξιδιού, αφού απολαύσαμε την υπέροχη βόλτα μας στην ηλιόλουστη Champs-Élysées, αφού ζηλέψαμε τους γλάρους που πετούσαν ανέμελα πάνω από το σιντριβάνι του Jardin Tuileries, ΜΑΣ ΛΗΣΤΕΨΑΝ. Πώς έγινε : Καθίσαμε στις καρέκλες του κήπου, και αποφάσισα να πάω να πάρω ένα κρουασάν βουτύρου για να ταΐσουμε τους γλάρους. Άφησα την τσάντα μου δίπλα από τη Νατάσα και πήρα μόνο το πορτοφόλι μου. Πήγα να πάρω το κρουασάν. Την ώρα που αγόραζα το κρουασάν μου συνέβη κάτι φοβερό που δεν έχω ξαναζήσει. Αν δεν πιστεύεις στα ονειροπαρμένα αλαφροΐσκιωτα, μπορείς να περάσεις αυτό το σημείο, γιατί εγώ έχω πλήρη επίγνωση της ισχυρής διαίσθησης που κατέχω και θα το πω. Την ώρα λοιπόν που έδινα τα χρήματα στον boulanger, λέω από μέσα μου : “Φαντάζεσαι τώρα έτσι όπως κάθεται η Νατάσα να πάνε και να της κλέψουν την τσάντα μου; Πωπω…θα χάσουμε όλες τις φωτογραφίες, κι έχω τα πάντα εκεί μέσα.” Παιδιά λέω αλήθεια. Το επόμενο λεπτό, ακούω μια φωνή να φωνάζει “Αλεξάαανδρα Αλεξάααανδρα μας κλέψανε”…σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω μια Νατάσα αναμαλλιασμένη, κλαμένη, σε σοκ.
Ν : Το πως συνέβη δε θα ήθελα να το αναλύσω μιας και είναι ακόμη ο εφιάλτης μου. Ο ένας μου μίλησε, ο άλλος με έσπρωξε, γύρισα, η τσάντα έκανε φτερά, κυνήγησα τον έναν, κανείς δε βοηθούσε, τέτοια. Και μετά χάθηκα, έχασα την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Υπερβολική; Μπορεί. Μετά ζήσαμε στιγμές κινηματογραφικές. Κλάματα με κραυγές και η Αλεξάνδρα να τρέχει σαν την Κειτ Γουίνσλετ στον Τιτανικό σκοντάφτοντας σε αόρατα αντικείμενα. Ακολουθεί: Αστυνομία πάνω σε άλογα, καταθέσεις στα γαλλικά (και δε μιλάω γαλλικά, οπότε η Μπούλι έπρεπε να φανεί ψύχραιμη μέσα στο σοκ και να μεταφράζει). Έπειτα από κάμποσες ώρες στο Τμήμα, φύγαμε άπραγες, άφραγκες, χωρίς πολύ μπαταρία στο δικό μου κινητό και στον ήλιο μοίρα και μπήκαμε σε ένα κατά τα άλλα συμπαθέστατο καφέ για τσάι και τοστ με αβοκάντο (μισό- μισό γιατί δε μας έφταναν τα λεφτά). Τι είδε άραγε στα πρόσωπά μας ο γλυκούλης υπάλληλος του καφέ και μας κέρασε τα πάντα;
Α : Δε θυμάμαι καν πώς βρήκαμε τρόπο να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας στην Αθήνα και τους φίλους μας στο Παρίσι Αντώνη, Οδυσσέα και Γεωργία που τους ζητήσαμε να έρθουν να μας βρουν. Ο Αντώνης μπήκε έντρομος στο καφέ – αγχωμένος σαν πατέρας που το έπαιζε ψύχραιμος και μας ρώτησε τι ακριβώς συνέβη. Ήθελε να μάθει τι μας έκλεψαν. Και του απαντήσαμε.
Ν : Κάμερα σε εμένα. “Τίποτα Αντώνη μου. Την κάμερα, τους δυο φακούς, την ταυτότητα της Άλεξ, κάτι καλλυντικά… ε… και τα κλειδιά του σπιτιού σου…ε… και τον χάρτη που είχε σημειωμένη με φοβερή λεπτομέρεια την οδό που μένεις σε μία σελίδα με σελιδοδείκτη.” Τα πράγματα είχαν πάει πολύ στραβά.
Α : Όντως, τα πράγματα είχαν πάει στραβά. Λυπηθήκαμε πολύ για το δημιουργικό υλικό που χάσαμε, κλάψαμε πολύ στην ανασφάλειά μας, ήμασταν σε σοκ, μακριά από το σπίτι μας.
Την επόμενη ημέρα, την τελευταία στο Παρίσι, δανειστήκαμε την κάμερα του Αντώνη (είμαι σίγουρη ότι μέσα του έτρεμε από το φόβο) και πήγαμε σε όσο πιο πολλά μέρη μπορούσαμε για να βγάλουμε τις ίδιες φωτογραφίες. Δε μπορούσαμε να γυρίσουμε άπραγες. Η ταλαιπωρία ήταν μεγάλη, όμως το κάναμε. Έξω από την Πρεσβεία, στο δρόμο, στο Jardin du Luxembourg. Ξαναπήγαμε στο Pompidou και ξαναμπήκαμε κρυφά από μία μυστική είσοδο που μας είχε βάλει ο Οδυσσέας και βγάλαμε τις ίδιες φωτογραφίες που λατρέψαμε και χάσαμε. Με γενναιότητα και αισιοδοξία, αναπληρώσαμε την απώλεια. Αυτήν την κάπως ασήμαντη υλική απώλεια. Κι εκείνη η μέρα εξελίχθηκε σε μία όμορφη μέρα, γελάσαμε, χαλαρώσαμε, αποκτήσαμε καλούς φίλους και δεχτήκαμε με ανοιχτή καρδιά και πρησμένα μάτια -από το κλάμα- αυτό που είχε συμβεί. Και το ξεπεράσαμε γιατί ήταν απλώς ένα εμπόδιο.
Les difficultés existent pour etre vaincues, διάβασα κάποτε σε ένα βιβλίο και σημαίνει : Οι δυσκολίες υπάρχουν για να τις νικάμε.
Έτσι, από όλες αυτές τις μικρές ή μεγάλες απώλειες που συμβαίνουν στη ζωή μας, μαθαίνουμε να είμαστε περισσότερο μαχητικοί και λιγότερο εύθραυστοι. Κι όλη αυτή η παροδικότητα των πραγμάτων, δεν πρέπει να μας λυπεί αλλά να μας μαθαίνει να αγαπάμε το παρόν και τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας.
Θα επιστρέψουμε στο Παρίσι και είμαστε σίγουρες ότι ο κλέφτης θα μας έχει αφήσει κάπου ένα στικάκι με τις φωτογραφίες που χάσαμε.
Τα λέμε σύντομα,
Αλεξάνδρα και Νατάσα